- σοφάρω
- σοφάρω, σοφάρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σοφάρω — και σωφάρω Ν οδηγώ αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauffer «θερμαίνω, ανάβω (τη μηχανή)» (< λατ. calefio «θερμαίνομαι»)] … Dictionary of Greek
σοφάρω — οδηγώ αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοφάρισμα — και σωφάρισμα, το, Ν οδήγηση αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek